νηφαλίων

νηφαλίων
νηφάλιος
unmixed with wine
fem gen pl
νηφάλιος
unmixed with wine
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νηφαλίων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηφαλίων — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους γιους του Μίνωα και της νύμφης Παρείας. Σύμφωνα με την παράδοση κυρίευσε το νησί Πάρο και τελικά σκοτώθηκε από τον Ηρακλή (Απολλοδ. ΙΙ, 5,9). Ο Ν. ήταν εξαίρετος πολεμιστής …   Dictionary of Greek

  • Νηφαλίωνα — Νηφαλίων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nephalion — NEPHALION, ónis, Gr. Νηφαλίων, ωνος, (⇒ Tab. XX.) einer von des II Minos Söhnen, welchen er mit der Nymphe Paria zeugete. Apollod. l. III. c. 1. §. 2 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • νηφάλιος — α, ο (Α νηφάλιος, ία, ον, θηλ και ος) 1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος 2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός αρχ. 1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”